- αθήλυντος
- ἀθήλυντος, -ον (AM) [θηλύνω]μη θηλυπρεπής, αρρενωπός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθήλυντος — not womanish masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήλυντον — ἀθήλυντος not womanish masc/fem acc sg ἀθήλυντος not womanish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηλύντου — ἀθήλυντος not womanish masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθηλύντων — ἀθήλυντος not womanish masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθηλυς — ἄθηλυς, υ (Α) [θήλυς] 1. ο αθήλυντος 2. αυτός που δεν αρμόζει σε γυναίκα … Dictionary of Greek